- τζόγος
- ο, Ν1. χαρτοπαιξία2. (κατ' επέκτ.) κάθε τυχερό παιχνίδι3. τεχνολ. ελλειπής εφαρμογή, παίξιμο («ο άξονας έχει λίγο τζόγο με το κουζινέτο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giuoco, βεν. zogo «παιχνίδι, γύρος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.